Φοράμε παρωπίδες. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε ή και συνειδητά μερικές φορές, κλείνουμε τα μάτια και τ’ αυτιά μας σε ότι συμβαίνει γύρω μας, αρνούμενοι να παρατήσουμε τη βολή μας. Μα είναι στ’ αλήθεια τόσο δύσκολο να δείξουμε έστω και την παραμικρή αντίδραση; Ίσως, δεν ξέρω, μπορεί. Ακόμα σκέφτομαι και προσπαθώ να καταλάβω, να βρω έναν λόγο που μπορεί κάποιος να εθελοτυφλεί μπροστά στην καταστροφή του. Έναν λόγο για να μην αποκρούσει το κύμα που πηγαίνει καταπάνω του, έτοιμο να τον τραβήξει μαζί του στον βυθό. Αλλά όχι, δεν υπάρχει φόβος. Είναι τόσο κοντά στον βυθό, εδώ και πολύ καιρό και πίστεψέ με, πιο κάτω δεν πάει. Ή μήπως πάει;
Απόσπασμα 1:
Κι έτσι / η ανθρωπίλα συνεχίζει / τον μακάριο / ανέφελο / αταξίδευτο / αβασίλευτο / απαρασάλευτο / αβασάνιστο / όρθιο/ ύπνο της.
Κι έτσι, ο ύπνος συνεχίζει και οι ευκαιρίες χάνονται. Σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να μην υπήρξε χθες, πετιούνται στα σκουπίδια και οι κάτοχοί τους στα αζήτητα. Κλείνονται οι πόρτες χωρίς να έχουν καν ανοίξει, χωρίς να τους έχει δωθεί η ευκαιρία να ανοίξουν. Χωρίς αιτία λοιπόν, τις καταδικάζουμε σε φυλάκιση σε αυτά τα κρύα, στενά κελιά που εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει. Και μένουν εκεί, σαν τους κατάδικους που μετρούν μία-μία τις μέρες, σαν τους κατάδικους που γράφουν στιχάκια στους τοίχους μέχρι τη στιγμή της αποφυλάκισης. Αλλά, όπως και στην περίπτωση των ανθρώπων, τα χρόνια έχουν περάσει και οι στιγμές έχουν χαθεί…
Απόσπασμα 2:
στη Γαλλία οι άνθρωποι φυλακίζουν τις πάπιες σε σιδερένια κλουβιά κράχτες / να παρασύρουν στον θάνατο τ’ αδέρφια τους / στην Ελλάδα οι άνθρωποι φυλακίζουν τα παιδιά τους σε ηλεκτρικά κλουβιά κράχτες / να παρασύρουν στη συρμάτινη ζωή τ’ αδέρφια τους
Αλλά, αν αφήσουμε τις ευκαιρίες να χαθούν, αν αφήσουμε τα όνειρα να χαθούν, τότε δεν μας μένει μέλλον, δεν μας μένει τίποτα. Μία μέρα θα καταρρεύσουμε σαν τοίχος από τραπουλόχαρτα στο πρώτο φύσημα του αέρα. Και θα έχουμε προσφέρει το είναι μας βορρά στα όρνια που το εποφθαλμιούν. Μόνοι μας θα έχουμε επιφέρει την καταστροφή μας γιατί δεν αντέξαμε να κουβαλήσουμε τις ελπίδες μας, γιατί δεν κυνηγήσαμε το αύριο, παρά μόνο το αφήσαμε να φύγει χιλιόμετρα μπροστά κι εμείς απλώς καθόμασταν και το κοιτούσαμε.
Ας βγάλουμε λοιπόν τις παρωπίδες κι ας δούμε τον ορίζοντα που ανοίγεται μπροστά μας, ανασαίνοντας την κάθε στιγμή, δίνοντας νόημα σε κάθε δευτερόλεπτο. Και τότε θα μπορούμε να πούμε πραγματικά ότι ζήσαμε. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα διαβάζοντας τις “Παιδικές παλάμες” της Ειρήνης Παραδεισανού, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν. Και είναι μία ποιητική που, όπως υποδηλώνει θα έλεγα και το όμορφο εξώφυλλό της, μιλά για το παιδί, το παιδί που καθένας μας κρύβει μέσα του. Αυτό το παιδί που πρέπει να βγάλουμε τις παρωπίδες για να το αφήσουμε να ζήσει. Γιατί αυτό το παιδί είμαστε εμείς κι όσο υπάρχει αυτό το παιδί, υπάρχει ελπίδα.
Απόσπασμα 3:
Θα είμαι όρθιος τοίχος μπροστά σας / να μαζεύω τον αγέρα που σας έλειψε / να τον φυσώ / στα χτικιασμένα σας πνευμόνια
Βιογραφικό: Η Ειρήνη Παραδεισανού γεννήθηκε το 1972. Κατάγεται από το Ρέθυμνο Κρήτης. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση στο Ηράκλειο Κρήτης. Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορούν οι ποιητικές της συλλογές Ρητορική ένδεια (2013), Τα γυάλινα μάτια των ψαριών (2016) και Στη φλέβα της πέτρας (2018). Άρθρα, δοκίμια και ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε διαδικτυακά περιοδικά. Από το 2008 διατηρεί το ιστολόγιο «Παρείσακτη».
Περίληψη:
μικρό μου αντίβαρο
ανάσα ακριβή μου
γύρνα την παλάμη
στο αλάτι της θάλασσας
κι ακούμπησε μ’ αυτήν τη δίψα
το δόντι του κήτους
Στοιχεία Βιβλίου:
Τίτλος: Παιδικές παλάμες
Συγγραφέας: Ειρήνη Παραδεισανού
Εκδόσεις: Βακχικόν
Ημερομηνία έκδοσης: 2021
Αριθμός σελίδων: 54
Για την ομάδα του Authoring Melodies