Όταν ήμουν μικρός φοβόμουν το σκοτάδι, γιατί στο σκοτάδι πίστευα ότι κρυβόταν τέρατα και ότι αν ήμουν απρόσεκτος μπορούσαν να μου επιτεθούν και να μου κάνουν κακό. Μεγαλώνοντας σταμάτησα να φοβάμαι το σκοτάδι γιατί κατάλαβα ότι τα τέρατα μπορεί να κρύβονται και στο φως, την ημέρα, σε κοινή θέα. Γιατί έμαθα ότι τα τέρατα κρύβονται παντού τελικά. Γιατί ο κόσμος μας πλέον έχει γεμίσει με τέρατα, κάθε λογής. Όχι όμως από εκείνα που φανταζόμασταν παλιά, αυτά τα τεράστια ερπετοειδή που βλέπαμε στις ταινίες και τα κινούμενα σχέδια. Όχι. Τα τέρατα πλέον έχουν μορφή ανθρώπινη. Και επιτίθενται όχι μόνο στο σκοτάδι αλλά οποτεδήποτε.
Σ’ έναν κόσμο γεμάτο απ’ αυτά ζούμε. Σ’ έναν κόσμο όπου το ένα προσπαθεί να φάει το άλλο, όπου το δυνατό πάντα επιτίθεται στο αδύναμο, ακόμα και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Απλά επειδή αυτός είναι ο νόμος της φύσης, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, έτσι δεν λένε; Μόνο που στην περίπτωση των ψαριών, αυτό γίνεται καθαρά για λόγους επιβίωσης ενώ σε αυτή των τεράτων που περιγράφουμε, μπορεί να γίνει και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Ή μάλλον, υπάρχει λόγος και αυτός ονομάζεται “απληστία”. Είναι άπληστα αυτά τα τέρατα και όσο περισσότερο τα ταΐζεις, τόσο περισσότερο ζητάνε.
Απόσπασμα 1:
Της φρίκης ειρωνεία ποια! / Ποιος είπε πως το γέλιο το κακό ξορκίζει; / Ούτε και λαβωμένου αγγέλου – δεν το είδες; / Του κόσμου όλα τα δράματα πια / στην οθόνη σου τετραγωνισμένα.
Γιατί, όταν κάτι το βλέπεις συνέχεια γύρω σου, στο τέλος θα πιστέψεις ότι είναι και το φυσιολογικό. Όταν σου σερβίρουν από παντού το ίδιο φαγητό, στο τέλος θα αναγκαστείς να το φας. Και θα συνεχίσεις να το τρως, όσο στο σερβίρουν. Και θα συνεχίσουν να στο σερβίρουν μέχρι να σε κάνουν κι εσένα σαν αυτά, να ευχαριστιέσαι με τον πόνο και τη δυστυχία που επικρατούν γύρω σου και να θρέφεσαι από αυτά. Να γίνεις κι εσύ ένα άπληστο τέρας που δεν θα σταματήσει ποτέ, ποτέ και πουθενά. Που θα επιτίθεται, θα καταστρέφει και θα κατακτά ότι δεν είναι δικό του. Μερικές φορές θα το βαφτίζει και “αποκατάσταση της δημοκρατίας”, τις περισσότερες θα λέει ότι “το κάνω για το καλό σας”. Για το καλό σας θα σας σκοτώσω και μετά θα πάρω ότι σας ανήκει με το έτσι θέλω…
Απόσπασμα 2:
Απ’ όσους έμειναν στα πάτρια / οι τυχεροί σκοτώθηκαν, τ’ απομεινάρια / σε τοίχους φόβου ζήσανε χτισμένοι. / Και όταν οι κλαγγές σωπάσαν: / κραδαίνον βγήκ’ απ’ τη φαρέτρα / το «διαίρει και βασίλευε».
“Διαίρει και βασίλευε” ονομάζουν την πυρπόληση της ζωής σου. “Διαίρει και βασίλευε” το ονομάζουν όταν σου ποδοπατούν τα τσακισμένα σου όνειρα και σε στέλνουν μακριά από αυτό που κάποτε ονόμαζες “σπίτι”, να ψάξεις να βρεις το μέλλον σου σε κάτι ξένο. “Διαίρει και βασίλευε” σε μια κόλαση επί γης που δεν διαφέρει και πολύ από αυτή που συναντάμε συνήθως στις βιβλικές περιγραφές. Μια κόλαση στην οποία ζούμε παρά τη θέλησή μας και στην οποία θα συνεχίσουμε να ζούμε παρά τη θέλησή μας, όσο τα τέρατα θα συνεχίσουν να μας ταΐζουν πόνο και θλίψη.
Απόσπασμα 3:
Πυρπολημένα εικονίσματα / τα μάτια τα κατάμαυρα, / άσβεστα κάρβουνα οι ίριδές τους ν’ απορούν: / «Πώς να ‘ναι το ξημέρωμα πέρ’ απ’ τη θάλασσα / και πώς να ζει μισός ο άνθρωπος εκεί;»
Ο Τσάρλι Τσάπλιν είχε πει κάποτε πως του άρεσε να περπατάει στη βροχή γιατί έτσι κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το γεγονός ότι έκλαιγε. Αυτό λοιπόν συμβαίνει και στην περίπτωση των τεράτων που αναφέρουμε. Μέσα σε τόση βροχή άλλωστε, πώς να καταλάβει κανείς τις θάλασσες που τρέχουν αλλά δεν μπορούν να ξεπλύνουν τίποτα, δεν μπορούν να διώξουν τα τέρατα από τις ζωές μας…
Απαισιόδοξο το κείμενό μου αυτό, όπως απαισιόδοξο είναι και το αίσθημα που μου βγάζει η “Μπαλάντα της βροχής” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Ένα βιβλίο το οποίο περιγράφει με πολύ δυνατό και καθηλωτικό τρόπο αυτό που βλέπουμε συνεχώς γύρω μας, τον κόσμο που έχουν δημιουργήσει τα ανθρωπόμορφα τέρατα, έναν κόσμο που ποτίζουν διαρκώς με πόνο και αίμα. Έναν κόσμο τον οποίο έφτιαξαν καθ’ εικόνα και ομοίωσή τους, έναν κόσμο που φαντάζει ξένος, που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που κάποτε ονειρευτήκαμε…
Η Αναστασία Β. Μήτσου γεννήθηκε στη Νεάπολη (πρώην Ρουσσέικα) Αγρινίου και σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Δίδαξε σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Η πρώτη της εμφάνιση στα λογοτεχνικά δρώμενα, έγινε το 1982 στην Κρατική Τηλεόραση και στην εκπομπή «Δημιουργοί στην περιφέρεια». Παράλληλα, ως μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Έκφραση» που εξέδιδε ο Σύνδεσμος Επιστημόνων Αιτωλοακαρνανίας, δημοσίευσε ποιήματα με το ψευδώνυμο Τάνια Μπορίνα, τη φιλολογική μελέτη πάνω στο έργο του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα Μαριάννα Πινέδα, καθώς και άλλες λογοτεχνικές προσεγγίσεις.
Η συγγραφική της δραστηριότητα είναι πάντα παράλληλη με την επαγγελματική της, αλλά, αργά, στα 2013 και 2015, εξέδωσε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης τις ποιητικές συλλογές Μάσκες και Του ανέμου τα σείστρα αντίστοιχα, που απέσπασαν θερμές κριτικές (Πηγάσιοι δρόμοι του Δημήτρη Ρεντίφη: «Σκέψεις για την ποίηση της Αναστασίας Β. Μήτσου»). Το 2018 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πασχέντη, στο Αγρίνιο, η τρίτη ποιητική της συλλογή Ανάσες της γης μου, και το 2020, από τις ίδιες εκδόσεις, η συλλογή με νουβέλες και διηγήματα Πικρά καπνά – πικρή νιότη (πρώτη δοκιμή σε πεζό λόγο), εμπνευσμένη από τον αγώνα των ανθρώπων των καπνοχώραφων του κάμπου του Αχελώου.
Παιδί αγροτικής και πολύτεκνης οικογένειας, κράτησε αδιάλειπτη την επαφή με τη γη και τους πόνους της, και πάντα τής ήταν αυτή και οι άνθρωποι που την αφουγκράζονται, πηγή έμπνευσης. Αυτοδίδακτη στη ζωγραφική, αρκετές φορές ποιήματά της μετουσιώνονται σε χρωματικές συνθέσεις πάνω σε καμβά. Ποιήματα, διηγήματα, σκέψεις-κριτικές σχετικά με την ποίηση, βιβλιοκριτικές, δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, τοπικά και πανελλαδικής κυκλοφορίας («3η χιλιετία», «Ρίζα Αγρινιωτών», «Έκφραση» Δήμου Αρταίων), στο κυπριακό περιοδικό «Ακτή», καθώς και στον αιτωλοακαρνανικό τύπο (έντυπο και ηλεκτρονικό). Αναφορά στην ποιητική της δημιουργία και παρουσίαση ποιημάτων της, περιλαμβάνονται στην Ανθολογία ποιητών της 3ης χιλιετίας του λογοτέχνη – κριτικού Δημήτρη Πιστικού. Η Μπαλάντα της βροχής είναι η τέταρτη ποιητική της συλλογή.
Περίληψη:
Όμως…
ξεπλένεται του ανθρώπου το αίμα, τι θαρρείς…
αστράγγιστο το καταπίνει η γη
– πλύματ’ αθώων στης απληστίας τα θέμελα.
Κι αν είν’ για κάτι να δικάσω τα νερά
για τούτο τ’ άδικο μονάχα τα δικάζω:
π’ ούτε μια θάλασσα, μια λίμνη έστω,
ποτάμι ένα,
έστω και μια πηγούλα τοσηδά
τ’ άλικο «της θυσίας» το νερό δεν κράτησαν
κόκκινο, κατακόκκινο, ως τα χείλη τους ψηλά.
Κι αν είπαν πως «ποτάμι κύλησε στη γη το αίμα»:
ποια ειρωνεία!
ούτ’ ένα βότσαλο δε βρήκα κατακόκκινο.
Ξεπλένεται του ανθρώπου το αίμα, τι θαρρείς,
κι ούτε ν’ απορείς γιατί
ξεχνιούνται τόσο γρήγορα οι ρημαγμένοι.
«Οι ποιητικές συλλογές της Αναστασίας Β. Μήτσου είναι εγκαλλωπίσματα και αγλαΐσματα υψηλού αφαιρετικού λόγου. Οι αναγνώστες, κοινωνώντας αυτό τον αφαιρετικό λόγο, προσθέτουν στον ψυχισμό τους και στην πνευματική τους εποπτεία ανεκτίμητα φορτία μεταφορικού πλούτου και πρωτεϊσμού. Βιώνουν στην πορεία τους αριστοτελικές καταστάσεις και πλατωνικές εξάρσεις. Επαναπροσδιορίζονται ως άνθρωποι».
Πηγάσιοι δρόμοι, Δημήτρης Ρεντίφης, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Στοιχεία Βιβλίου:
Τίτλος: Μπαλάντα της βροχής
Συγγραφέας: Αναστασία Β. Μήτσου
Εκδόσεις: Βακχικόν
Ημερομηνία έκδοσης: Απρίλιος 2022
Αριθμός σελίδων: 106
Για την ομάδα του Authoring Melodies