Θα ήθελα να ξεκινήσω την άποψή μου για αυτό το βιβλίο λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Τις περισσότερες φορές που καταπιάνομαι με κάποιον άγνωστο σε μένα συγγραφέα, κρατάω μικρό καλάθι. Δεν ξέρω τι θα συναντήσω, πόσο με θα τραβήξει η γραφή του, κατά πόσο θα με ικανοποιήσει η ιστορία του και, κυρίως, ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα από την ανάγνωση του βιβλίου. Κάπως έτσι είχα ξεκινήσει πριν λίγο καιρό και με το 1ο βιβλίο της τριλογίας «Αέναη Μάχη», με τίτλο «Η Πτώση».
Αναλυτικά την προσωπική μου άποψη για το βιβλίο αυτό την έχω ήδη παραθέσει. Η γνωριμία μου με τη γραφή της Άννας Σπανογιώργου ήταν εξαιρετική. Υπήρξαν σημεία στο βιβλίο της (εξακολουθώ να αναφέρομαι στο 1ο βιβλίο της τριλογίας) που μου άρεσαν, κάποια άλλα που με ικανοποίησαν περισσότερο, ενώ δύο χαρακτηριστικά με τράβηξαν κυριολεκτικά μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Αυτά είναι η απόδοση της ατμόσφαιρας και οι προσωπικές σκέψεις της πρωταγωνίστριας.
«Τη στιγμή της αμφιβολίας, οραματίσου την ώρα της επιβεβαίωσης».
Φτάνοντας τώρα στο 2ο βιβλίο της σειράς, την «Άνοδο», με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσα πως, όσο προχωρούσα στην ανάγνωσή του, σε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά η συγγραφέας έδινε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα. Οι περιγραφές έγιναν ακόμα πιο λεπτομερείς, απευθυνόμενες σχεδόν σε όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη, ενώ οι σκέψεις της ηρωίδας μας, της αγαπημένης Κάτιας, απελευθερώθηκαν ακόμα περισσότερο. Πάμε όμως να δούμε τα πράγματα πιο αναλυτικά.
Την Κάτια την έχουμε ήδη αγαπήσει από το 1ο βιβλίο της σειράς, την «Πτώση». Τη γνωρίσαμε σαν μία μοναχική και εσωστρεφή κοπέλα, κάπως έτσι την συναντάμε και στις πρώτες σελίδες του 2ου βιβλίου της τριλογίας. Μόνο που, πλέον, κάποια πράγματα έχουν αλλάξει…
Οι καταστάσεις που πέρασε η Κάτια και οι δυσάρεστες εκπλήξεις που την περίμεναν στο εξαιρετικό 1ο βιβλίο της «Αέναης Μάχης», ήταν πέρα από τις δυνάμεις της. Κάθε φορά, όμως, το πείσμα και η αποφασιστικότητά της ποδοπατούσαν προκλητικά τις όποιες τάσεις δειλίας ή φόβου παρουσιάζονταν μπροστά της. Κάπως έτσι φτάσαμε στην περιβόητη μάχη του Μπλακ και, πλέον, η ηρωίδα μας έχει αποκτήσει έναν επιπλέον ισχυρό σύμμαχο στην προσπάθειά της αυτή να ανακαλύψει την αλήθεια: την εμπειρία.
«Ο φόβος κυριεύει όταν βρίσκεται στη χειρότερη μορφή του.
Ένας εφιάλτης ζωντανός.
Μια πραγματικότητα που δεν είχες σκεφτεί.
Μια εξέλιξη που δεν μπορείς να αλλάξεις.
“Μπορώ!” είπες και η μοίρα γέλασε δυνατά…»
Το συνονθύλευμα όλων αυτών των έντονων καταστάσεων όμως, δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεπηρέαστη την, ούτως ή άλλως εύθραυστη, ψυχολογία της ηρωίδας μας. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο 2ο βιβλίο, όπου η Κάτια παρουσιάζεται εξαρχής μουντή, άκεφη και κακοδιάθετη. Όλα της φταίνε, είναι μονίμως νευριασμένη και κατηγορεί τους πάντες για τα πάντα. Κάτι προσπαθεί να κάνει η καλοσυνάτη μαγείρισσα, η κυρία Θέκλα, προσφέροντάς της λίγη μηλόπιτα (σχεδόν την μύρισα, καθώς το διάβαζα!). Κάααατι πήγε να γίνει εκεί, αλλά το μόνο που κατάφερε το έδεσμα ήταν να λύσει τη γλώσσα της Κάτιας, προσωρινά έστω.
«Θέλω να φύγω και δεν με αφήνουν!»
Η κακομοίρα η Κάτια εξακολουθεί να μην θέλει να ξαναδεί άνθρωπο μπροστά της, εκτός από έναν. Ψέματα, δύο. Ο δεύτερος είναι η μικρή Εβελίνα. Είναι η ανιψιά της αδερφής της, της Αστερίνης. Για κάποιο λόγο που μάθαμε στο 1ο βιβλίο, η Κάτια βλέπει την μικρή σαν παιδί της.
Ο πρώτος είναι ο αιώνιος έρωτάς της. Ο Άρης.
Μήπως, όμως, υπάρχει κάποιος πολύ σημαντικός λόγος που η Κάτια (δεν) πρέπει να τον ξανασυναντήσει;
«Είναι δυνατόν να αγαπάμε ακόμα και τον πιο ακατάλληλο και κακό άνθρωπο, όταν έχει γεμίσει την καρδιά μας. Γι’ αυτό λέμε ότι η αγάπη είναι τυφλή».
Ουπς… Κάνει κρύο τσουχτερό… Ένα δρομάκι… Και πιο πέρα, ένα μονοπάτι. Κάποιος περπατάει εκεί. Μόνος. Μα, είναι η Κάτια! Δεν φοβάται που περπατάει μονάχη της; Όχι, φυσικά! Κάνει λιακάδα! Και ομίχλη.
Και φόβο…
Η Κάτια φτάνει έξω από το σπιτάκι του Επόπτη. Για λίγο, η καρδιά της είναι πλημμυρισμένη με μίσος. Προσπαθεί να το κρύψει. Δεν τα καταφέρνει. Αλλά και να ήθελε, δεν προλαβαίνει. Βρίσκεται ήδη έξω από την πόρτα…
Τη χτυπάει.
Η πόρτα ανοίγει.
(Η Κάτια εξακολουθεί να μισεί…)
Περνάνε κάποιες στιγμές… έντονες.
Μερικές ακόμα…
Όταν…
Μια ανδρική, μπάσα φωνή ακούγεται από το εσωτερικό του σπιτιού…
«Πρόσεχε τι κάνεις!»
Δεν ξέρω από πού να πρωτοξεκινήσω τις αναφορές μου στα εξαιρετικά στοιχεία που συνάντησα και σε αυτό το 2ο βιβλίο της σειράς. Ίσως φανώ λίγο πιο πειστικός αν πω ότι το 1ο βιβλίο το είχα αγοράσει μεμονωμένα, μιας και δεν ήξερα τι ακριβώς θα συναντούσα. Έπειτα από την ανάγνωσή του όμως, ήμουν σίγουρος για την επόμενη κίνησή μου. Παράγγειλα κατευθείαν το boxset της τριλογίας, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι πανέμορφο και κοσμεί ήδη την βιβλιοθήκη μου
Ένα από τα βασικά στοιχεία του βιβλίου, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι και από τα μεγαλύτερα ατού του, είναι πως όσο προχωράει η πλοκή, τόσο πιο δύσκολο για τον αναγνώστη είναι να διακρίνει ποιοι είναι οι «καλοί» και ποιοι οι «κακοί» της υπόθεσης. Και τούτο είναι απόρροια της εξαιρετικά στημένης δομής του έργου, παρότι το 3ο βιβλίο ακόμα δεν το έχω διαβάσει. Είμαι όμως βέβαιος για το αποτέλεσμα, για να μην πω ότι ανυπομονώ να το ξεκινήσω!
«Με προσοχή κοίταξε στο σαλόνι αλλά διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανένα άτομο εκεί. Το μόνο περίεργο ήταν ότι όλα τα βιβλία της γιαγιάς της ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και στο τραπεζάκι, κοντά στην πολυθρόνα, όπου συνήθιζε να κάθεται η κυρία Αυγούστα. Η καρδιά της δονήθηκε ισχυρά. Ήταν αυτοί. Την είχαν βρει…»
Όσο για την ατμόσφαιρα… Θα πω για πολλοστή φορά ότι, προσωπικά, αυτό είναι το πρώτο στοιχείο στο οποίο δίνω βάση σε ένα βιβλίο. Λίγο πολύ αναφέρθηκα σχετικά και στην αρχή της προσωπικής μου άποψης. ΚΑΙ εδώ η συγγραφέας με εξέπληξε ευχάριστα. Δεν παρακολουθείς απλά τις εξελίξεις, γίνεσαι μέτοχος αυτών. Πονάς μαζί με την ηρωίδα, κρυώνεις, ανυπομονείς, ελπίζεις, απελπίζεσαι, και ξανά από την αρχή.
Όμως, ποιος είναι πραγματικά ο πρωταγωνιστής του βιβλίου; Είναι σίγουρα η Κάτια; Χμμ… Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Έχουν αποδοθεί τόσο καλά οι υπόλοιποι χαρακτήρες, ώστε αδυνατείς να φανταστείς την ιστορία δίχως έστω και έναν από αυτούς. Ο καθένας τους έχει σχεδόν πρωταρχικό ρόλο στο RPG αυτό που ονομάζεται «Αέναη Μάχη», δίχως ωστόσο ο ρόλος τους αυτός να είναι σαφής. Εξαιρετικός και ταυτόχρονα επικίνδυνος συνδυασμός, ο οποίος δημιουργεί όμορφες αντιθέσεις.
Τώρα… Τι υπέροχα πλακόστρωτα μονοπάτια με ανθισμένες αμυγδαλιές είδα, τι τρομακτικά δωμάτια με περίεργες παραστάσεις στους τοίχους και στα βιτρό παράθυρα, τι όμορφα αλσύλλια με πανύψηλα κυπαρίσσια, τι γαλάζιες λιμνούλες ανάμεσα στα έλατα, τι γραφικά, μικρά σπιτάκια με κόκκινες σκεπές και μικρούς κήπους, τι σπηλιές τεράααστιες, τι σκοτάδια που άχνιζαν ατμούς από ύποπτα νερά…
Και συνεχίζω…
Πόσο, μα πόοοοσο πολύ θα ήθελα να βρίσκομαι κι εγώ σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο με τα αναμμένα κεριά πάνω στο βελούδινο τραπεζομάντηλο! Να τη και η γοτθική χροιά στην ιστορία… Όσο για τις περιβόητες Κατακόμβες, ώρες ώρες άκουγα αντίλαλους από βήματα στους υπόγειους διαδρόμους τους! Φτάνοντας, δε, στον επιβλητικό Μεγάλο Θόλο, ε εκεί τα χρειάστηκα λίγο, το παραδέχομαι…
Όσοι έχετε διαβάσει το 1ο βιβλίο της σειράς, θυμάστε εκείνο το εντυπωσιακό αρχοντικό που συναντήσαμε στην αρχή της ιστορίας; Πόσο όμορφο, καθαρό και καλοδιατηρημένο ήταν; Ε, όσα ξέρατε, εδώ ξεχάστε τα. Το ενδιαφέρον εδώ γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
«Όλοι μας είμαστε μέρος αυτής της μάχης. Δεν διαλέγουμε, ούτε επιλέγουμε τον τόπο και τον χρόνο. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθείς μέσα της. Οπότε μπορεί και να χαθείς…»
Αμ, εκείνες οι πόρτες δίχως χερούλια και κλειδαριές, που μονάχα με κλειστοφοβία με γέμισαν, πόσο όμορφα κολλάνε στην ιστορία!
Γιατί, το όνειρο με τα σκοτεινά τούνελ που πάντα παρέμενε ανολοκλήρωτο;
Οι γραφικές εκείνες λίμνες που… ξάφνου μετατρέπονται σε λίμνες αίματος;…
Οι τάφοι εκείνοι που (δεν;) έπρεπε να ανοιχτούν ποτέ;…
Ουφ… Ανάσα.
(Δεν προλαβαίνω… Η Κάτια είναι ευάλωτη, πρέπει να την εμπιστευτώ άμεσα, η ίδια δεν έχει τη δύναμη για κάτι τέτοιο…)
Ναι, την εμπιστευόμουν σε ό,τι κι αν έκανε. Εξάλλου δεν μου άφησε άλλη επιλογή η συγγραφέας. Δεν έχει καν φίλους εδώ η πρωταγωνίστρια. Τα μόνα που της έχουν απομείνει από τη μάχη στο Μπλακ (1ο βιβλίο) είναι το Φυλαχτό της Έριδας και το κλειδί για το κόκκινο βιβλίο. Μήπως, όμως, γνωρίζει και η ίδια πού θα μπορούσαν αυτά να της φανούν χρήσιμα από εδώ και στο εξής;
(Μην βιάζεσαι, Κάτια…)
(Μην απελπίζεσαι…)
(Μαζί σου είμαστε…)
«Τα χρώματα βάφουν το συναίσθημα,
ή το συναίσθημα δίνει χρώμα;»
Πώς γίνεται όμως να είσαι μέτοχος της ιστορίας, όταν δεν μυρίζεις τα καμένα ξύλα στο τζάκι; Καλά, για τη μηλόπιτα δεν ξαναλέω τίποτα, ΜΟΣΧΟΒΟΛΟΥΣΕ! Είχε και μπόλικη κανέλλα… Και το ταξίδι της όσφρησης δεν είχε τελειωμό…
Γαρύφαλλο, καυτό τσάι, φασκόμηλο, λεβάντα, τριαντάφυλλο, δυόσμος… Αποκορύφωμα όλων, οι πολυκαιρισμένες σελίδες του τόμου με το βαθύ κόκκινο χρώμα, στη σελίδα 357 (του κόκκινου βιβλίου, όχι της Αέναης Μάχης!)
Καλά, ό,τι και να πω είναι λίγο για εκείνο το τρυφερό κρέας με την τραγανή πέτσα, πασπαλισμένη με κόκκους πιπεριών, ρίγανη, τζίντζερ και χοντρό αλάτι…
Φχιουυυ…
Γεύσεις, μυρωδιές, τέλος.
Καιιιι φτάνω επιτέλους στο αγαπημένο μου σημείο του βιβλίου.
Βασικά δεν είναι ένα, είναι πολλά. Είναι οι σκέψεις της πρωταγωνίστριας, τις οποίες η συγγραφέας μάς τις δίνει με υποδειγματικό τρόπο. Δεν το έχω κρύψει άλλωστε και σε άλλα reviews βιβλίων που έχω κάνει, ότι αυτά είναι τα σημεία που με αγγίζουν περισσότερο από όλα. Ναι μεν για μένα η ατμόσφαιρα είναι το πιο θελκτικό στοιχείο σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, όμως οι σκέψεις, οι φόβοι, οι ανησυχίες, τα ψήγματα εσωτερικής αναζήτησης του εκάστοτε ήρωα ή πρωταγωνιστή, είναι τα στοιχεία αυτά που είναι ικανά να κρατήσουν τις λεπτομέρειες του βιβλίου για πολύ καιρό στη μνήμη μου.
Σε πόσες τέτοιες περιπτώσεις δεν ταυτίστηκα ακόμα περισσότερο με την ηρωίδα (εν προκειμένω, την Κάτια)… Πόσες φορές δεν είπα από μέσα μου «Μωρέ, τι φοβερό ΚΑΙ αυτό το σημείο!»… Πόσες φορές δεν είδα στο πρόσωπο της Κάτιας, την ίδια τη συγγραφέα…
Πόσες φορές δεν διέκρινα πίσω από τα λόγια αυτά τον ίδιο μου τον εαυτό…
«Γιατί να μην μένουμε σε αυτά που αισθανόμαστε για τους άλλους και μπαίνουμε στη διαδικασία της επιβεβαίωσης;»
Λίγο πριν κλείσω την αναφορά μου στο βιβλίο, θα ήθελα να αναφέρω επιγραμματικά τις αγαπημένες μου σκηνές. Όσοι το έχουν διαβάσει, πιστεύω θα με καταλάβουν. Όσοι δεν το έχουν διαβάσει ακόμα, ας προετοιμαστούν κατάλληλα… Οι σκηνές είναι τρεις: το βράδυ εκείνο που ο μεταφορέας φέρνει τα κιβώτια με τα βιβλία στην Κάτια, η επίσκεψη έπειτα από καιρό στο γνωστό αρχοντικό του 1ου βιβλίου (θέλω πολύ να το επισκεφθώ και στην πραγματικότητα!) και η τελευταία βόλτα της Κάτιας στο δάσος.
«Πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσει πραγματικά να ξέρεις τι απέγιναν οι αγαπημένοι σου; Δεν είναι καλύτερα να έχεις μια ελπίδα;»
Μια κοπέλα που φαινομενικά έχει πρωταρχικό ρόλο στην ιστορία, κάποιοι όμως τη θεωρούν νεκρή… Μια άλλη, μυστηριώδης κοπέλα, που ίσως και να μην είναι κοινή θνητή… Μια θανατηφόρα επίθεση… όλων εναντίων όλων, που κάποιους τους φόβισε, κάποιους άλλους τους εξαγρίωσε, ενώ κανένας δεν έμεινε ικανοποιημένος από την τελική έκβαση της μάχης…
Ένα κλειδί, ένα κόκκινο βιβλίο, ένα φυλαχτό και μπόλικο μυστήριο που κρύβεται πίσω από σκοτεινά δωμάτια, αρκετή μιζέρια και κατάθλιψη, αλλά και αγάπη μαζί με κρυφές ελπίδες, στολίζουν τις σελίδες του βιβλίου όσο η μαγεία της φαντασίας συναντά την πληκτική και γεμάτη ατέλειες πραγματικότητα…
«Τι υπέροχο να αγαπάς και να νοιάζεσαι!»
Τα ερωτήματα που προκύπτουν, πολλά, οι απαντήσεις λίγες, το μυστήριο ολοένα και πιο μεγάλο, πιο τρομακτικό, πιο σκοτεινό, οι ανατροπές και οι αποκαλύψεις από ένα σημείο κι έπειτα πληθαίνουν, το ενδιαφέρον αυξάνεται κατακόρυφα, και το τέλος του βιβλίου σε βρίσκει απλά να ανυπομονείς για το 3ο και τελευταίο μέρος της εξαιρετικής αυτής τριλογίας, της Άννας Σπανογιώργου.
…Ένα σκυμμένο κεφάλι.
Νομίζεις ότι δείχνω αδύναμη;
Νομίζεις είσαι σε θέση ισχύος;
Χαίρεσαι να με βλέπεις να κοιτώ το πάτωμα.
Μάθε όμως και τούτο:
Σκύβω γιατί με βαραίνουν υπερβολικά οι σκέψεις μου,
όχι πως σου υποτάχτηκα.
Αυτό που σήμερα με χαμηλώνει,
αύριο θα γίνει το εφαλτήριό μου.
Θα έρθει και η άνοδος…
Η Άννα Σπανογιώργου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Σοχό Θεσσαλονίκης, όπου ζει μέχρι σήμερα. Έχει σπουδάσει στο τμήμα Εμπορίας και Διαφήμισης στη Θεσσαλονίκη, με εξειδίκευση στον τομέα των πωλήσεων.
Η ενασχόλησή της με τον γραπτό λόγο, την οδήγησε αρχικά στη στιχουργία, με την οποία εκφράζει αναζητήσεις και ανησυχίες μέσα από το πρίσμα της φαντασίας, κυρίως στην αγγλική γλώσσα. Αργότερα, η ιδέα της συγγραφής εξελίχθηκε ως μία επιπλέον πτυχή της δημιουργικότητάς της και την οδήγησε στην ολοκλήρωση του πρώτου της μυθιστορήματος «Αέναη Μάχη: Η Πτώση» (βιβλίο 1), Εκδόσεις Πηγή (2016). Ακολούθησε το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Αέναη Μάχη: Άνοδος», Εκδόσεις Πηγή (2018). Το διήγημά της «Η Σκιά» συμπεριλαμβάνεται στο συλλογικό έργο «Το έπος της φαντασίας: Αδιέξοδο» των εκδόσεων iWrite (2017), που προέκυψε από τον διαγωνισμό του φεστιβάλ Fantasmagoria. Στο ίδιο φεστιβάλ διακρίθηκε και το διήγημά της «Αγγελικό» το 2020. Συμμετέχει στιχουργικά στα album των Julian’s Lullaby “Dreaming of your fears” (2011, STF Records) & “Prisoner of emotions” (2016, Musica).
Για την ομάδα του Authoring Melodies