Πότε γίναμε τόσο άπληστοι; Πότε γίναμε τόσο αχόρταγοι; Η ζωή να μας δίνει κι εμείς να ζητάμε πιο πολλά και πιο πολλά και πάντα πιο πολλά. Κι αυτή η απληστία μας έχει φτάσει σε αυτό το σημείο, στο σημείο μηδέν. Χρόνος δεν υπάρχει, έχει τελειώσει κι αυτός, βαρέθηκε βλέπεις να μας δίνει ευκαιρίες. Γιατί, όσες κι αν μας έδωσε, εμάς ποτέ δεν μας ήταν αρκετές. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι η κάθε νέα, μπορεί να ήταν και η τελευταία. Βλέπαμε το δέντρο και χάναμε το δάσος. Κι έτσι γεράσαμε και γέρασε κι ο κόσμος μαζί μας. Μόνο που ο κόσμος πάντα θα έχει μια ακόμα ευκαιρία, εμείς μάλλον όχι.
Απόσπασμα 1:
Σε αγγίζω μα νοσταλγώ / Την ώρα της πνοής / Αγέροντος προσπαθώ / Γιάντα όλα μου / Φαίνονται ψηλά και εμείς / Στα βάθη του ορίζοντα / Να ζητάμε πιο πολλά
Τυφλοί προχωρούσαμε πάντα, τυφλοί παραμένουμε. Η λάμψη από το κέρδος δεν σε αφήνει να δεις τίποτ’ άλλο. Δεν σε αφήνει να νιώσεις, έστω για μια στιγμή, ότι είσαι ικανοποιημένος. Δεν σε αφήνει να χαρείς αυτά που ήδη έχεις και σου δίνει αυτό το αίσθημα του ανικανοποίητου. Και θα συνεχίσει να στο δίνει όσο συνεχίζεις να μην αντιστέκεσαι και να τη θρέφεις. Όσο τα στολίδια που σου φορά σου φαίνονται λίγα, όσο δεν εκτιμάς το τώρα αλλά σκέφτεσαι μόνο το μετά. Αλλά το μετά κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει, κάποια στιγμή η διαδρομή θα τελειώσει. Κοίτα μη μείνεις μετέωρος σε αυτό το “μετά”…
Απόσπασμα 2:
Χρυσόμαυρα στολίδια στις / Πλάτες μας κουβαλάμε / Αυτά κάμανε τους βασιλιάδες / Και φτωχούς άπληστους
Και όταν τελειώσει το μετά, θα καταλάβεις ότι ήσουν πάντα μόνος. Γιατί κανείς δεν συμβάδισε με τα όνειρα της απληστίας. Κανείς δεν ένιωσε την ανάγκη να είναι δίπλα σου όταν η αυτοκαταστροφή είχε μπει στο κάδρο. Ποιος να δώσει το χέρι απ’ τον γκρεμό να σε τραβήξει; Πάρ’ το χαμπάρι, το πολύ σε τρώει, το πολύ είναι λίγο στην πραγματικότητα. Και το πιο πολύ είναι ακόμα πιο λίγο, να το ξέρεις. Άσε λοιπόν την απληστία στην άκρη, πιάσε τα όνειρά σου από τα μαλλιά και κάνε τα πραγματικότητα. Και θα δεις ότι όλοι θα είναι δίπλα σου, δεν θα χάσεις κανέναν. Γιατί πολύ απλά, επέλεξες τα λίγα και καλά…
Απόσπασμα 3:
Ήταν η ώρα / Μια στιγμή μοναξιάς / Ο ουρανός βρόντησε / Και η θύελλα χόρεψε / Του αέρα μελισσοδροσιά / Η βίαιη φωνή αναπηδούσε / Τους γκρεμνούς / Και η ανάσα του Άδη / Τα αχάραντα όνειρα / Των θνητών
Βιογραφικό:
Ο Γιώργος Ωκωναΐτης Κωνσταντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1993, τελείωσε το Λύκειο Ζωγράφου το 2011 και την ίδια χρονιά μετοίκησε στο Παρίσι για να σπουδάσει κινηματογράφο. Από το 2012 γράφει ποίηση και κινηματογραφεί τις δικές του ταινίες. Ο άχρονος κόσμος είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.
Περίληψη:
Πυρετός η ανάσα μας
Χαμός,
Αυτός ο ευυπόληπτος
Εγωισμός
Ρίχνει κορμιά μπρούμυτα
Ανάποδα,
Η ζωή η άδω
Το κάλεσμα εσύ
Νερό μας ως δρόσισμα
Φωτιά αληθινή
Σαν τίποτα να θέλει
Μα πάντα μέσα σε όλα
Να χωρεί ρυθμούς
Ανθρώπινης ζωής
Σε σκιές αιώνιας σιωπής
Στοιχεία Βιβλίου:
Τίτλος: Ο άχρονος κόσμος
Συγγραφέας: Γιώργος Ωκωναίτης Κωνσταντόπουλος
Εκδόσεις: Βακχικόν
Ημερομηνία έκδοσης: 2022
Αριθμός σελίδων: 38
Για την ομάδα του Authoring Melodies